ἀμφιγενής

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιγενής Medium diacritics: ἀμφιγενής Low diacritics: αμφιγενής Capitals: ΑΜΦΙΓΕΝΗΣ
Transliteration A: amphigenḗs Transliteration B: amphigenēs Transliteration C: amfigenis Beta Code: a)mfigenh/s

English (LSJ)

ἀμφιγενές, of doubtful gender, Eust.668.48.

Spanish (DGE)

-ές de género dudoso ἀμφιγενῆ λαγῴαν ἱστορίαν Eust.668.48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιγενής: -ές, (γένος), ὁ ἀμφιβόλου ἢ διπλοῦ γένους, Εὐστ. 668. 48.

Greek Monolingual

ἀμφιγενής, -ὲς (Μ)
αυτός που έχει αμφίβολο ή διπλό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γενὴς < γένος].