αμφικλινής

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφικλινής) κλίνω νεοελλ. αυτός που παρουσιάζει κλίση και στις δύο πλευρές του
αρχ.
αυτός που αμφιρρέπει, ασταθής, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κλινής < κλίνω.