γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ἀμφιπλάσσω (Α)αλείφω ολόγυρα με θεραπευτική αλοιφή, επαλείφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλάσσω.