ανάρμεγος
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
και ανάρμεχτος, -η, -ο
1. (για Θηλαστικά) αυτός που δεν έχει αρμεχτεί
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έγινε αντικείμενο χρηματικής εκμετάλλευσης.