ανάρμεγος

From LSJ

Greek Monolingual

και ανάρμεχτος, -η, -ο
1. (για Θηλαστικά) αυτός που δεν έχει αρμεχτεί
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έγινε αντικείμενο χρηματικής εκμετάλλευσης.