ανάσκελα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

(και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα)
ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)].