ανήνωρ

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ
1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα
2. άνανδρος, δειλός.