μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ἀνήνωρ, ο (Α) ανήρ1. αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα2. άνανδρος, δειλός.