αναδέκτης

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

ο αναδέχομαι
αποδέκτης «πρόθυμον αναδέκτην του φορτίου» (Παπαδ. Γ΄, 3), δηλ. πρόθυμο αχθοφόρο, βαστάζο.