αναδέκτης

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

ο αναδέχομαι
αποδέκτης «πρόθυμον αναδέκτην του φορτίου» (Παπαδ. Γ΄, 3), δηλ. πρόθυμο αχθοφόρο, βαστάζο.