εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
ο (θηλ. -ώτρια) αναδασώσωαυτός που αναλαμβάνει ή εκτελεί την αναδάσωση, που φυτεύει δέντρα σε αποψιλωμένους χώρους.