Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναδάσωση

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

η (Δασοπ.)
τεχνητή επανίδρυση δάσους με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδασώνω. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reforestation. Ο ελληνικός όρος αναδάσωσις πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον δασολόγο Νικόλαο Χλωρό].