αναδάσωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Δασοπ.)
τεχνητή επανίδρυση δάσους με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδασώνω. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reforestation. Ο ελληνικός όρος αναδάσωσις πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον δασολόγο Νικόλαο Χλωρό].