αναζωπύρωση
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί -ησις) ἀναζωπυρῶ
αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί -ησις) ἀναζωπυρῶ
αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα.