ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
η (Α ἀνάκτησις) ἀνακτῶμαιη εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτησηαρχ.ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση.