ανάκτηση

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάκτησις) ἀνακτῶμαι
η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση
αρχ.
ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση.