ανάκτηση

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάκτησις) ἀνακτῶμαι
η εκ νέου απόκτηση χαμένου πράγματος, επανάκτηση
αρχ.
ανάκτηση δυνάμεων, ανάρρωση.