τόνωση

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

η / τόνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[τονῶ / -ώνω]]
ενίσχυση, ενδυνάμωση
νεοελλ.
μτφ. αναζωογόνηση
μσν.
τονισμός λέξης
αρχ.
1. ενεργητικότητα
2. (ρητ.) ορμητικότητα, σφοδρότητα («τονώσεις καὶ περιπαθήσεις», Φίλ.).