αναιρεσίβλητος

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός κατά του οποίου ασκείται αίτηση αναιρέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναιρεσιβάλλω. Η λ. μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1838 στο Λεξικό της Ελλ. Νομοθεσίας του Δ. Μ. Βίκη].