αναιρεσιβάλλω

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source

Greek Monolingual

υποβάλλω στον Άρειο Πάγο αίτηση αναιρέσεως εναντίον αποφάσεως εφετείου ή ποινικού δικαστηρίου ή εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση (-ις) + βάλλω.
ΠΑΡ. αναιρεσίβλητος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].