ανακεφαλαιώνω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

(Α και ἀνακεφαλαιοῦμαι, -όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη
νεοελλ.
ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεφαλαιοῦμαι.
ΠΑΡ. ανακεφαλαίωση (-ις), ανακεφαλαιωτικός].