επαναλαμβάνω

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω)
1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («το επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να το καταλάβει»)
2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω
νεοελλ.
διαβάζω πολλές φορές ένα κείμενο ή βιβλίο για να το μάθω
μσν.
(για θρόνο) ξαναπαίρνω, επανακτώ, καταλαμβάνω ξανά
αρχ.
1. αναθεωρώ, βελτιώνω («τοῦτ' οὖν ἐπαναλαβεῖν καὶ ἐπανορθώσασθαι... βέλτιον πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν», Πλάτ.)
2. διορθώνω, θεραπεύω
3. αναλαμβάνω, αναδέχομαι, επιχειρώ κάτι.