επαναλαμβάνω
From LSJ
Greek Monolingual
και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω)
1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («το επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να το καταλάβει»)
2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνω
νεοελλ.
διαβάζω πολλές φορές ένα κείμενο ή βιβλίο για να το μάθω
μσν.
(για θρόνο) ξαναπαίρνω, επανακτώ, καταλαμβάνω ξανά
αρχ.
1. αναθεωρώ, βελτιώνω («τοῦτ' οὖν ἐπαναλαβεῖν καὶ ἐπανορθώσασθαι... βέλτιον πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν», Πλάτ.)
2. διορθώνω, θεραπεύω
3. αναλαμβάνω, αναδέχομαι, επιχειρώ κάτι.