ανακυρτώνω

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος.
ΠΑΡ. ανακύρτωση].