αναλωτικός
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναλωτικός, -ή, -όν) ἀναλωτής
αυτός που προκαλεί δαπάνες, δαπανηρός, πολυδάπανος
νεοελλ.
αυτός που καταναλίσκει, καταναλωτικός, αγοραστικός.