αναμαλλιάρης

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

-άρα, -άρικο
1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος
2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος
3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά.