αναμαλλιάρης
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
-άρα, -άρικο
1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος
2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος
3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά.