ανανδρικός

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται με άνανδρο τρόπο, αυτός που αρμόζει σε άνανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνανδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό τών Σχινά-Λεβαδέως ως απόδοση του γαλλ. poltronesque].