ανανεωτής

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀνανεωτής)
αυτός που επιφέρει ανανέωση, ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνανεοῦμαι.
ΠΑΡ. ανανεωτικός].