ἀνανεωτής

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανεωτής Medium diacritics: ἀνανεωτής Low diacritics: ανανεωτής Capitals: ΑΝΑΝΕΩΤΗΣ
Transliteration A: ananeōtḗs Transliteration B: ananeōtēs Transliteration C: ananeotis Beta Code: a)nanewth/s

English (LSJ)

ἀνανεωτοῦ, ὁ, restorer, CIG2804 (Aphrodisias), Ephes.2 No.46.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Grafía: graf. ἀναναιωτής Hell.11-12.25
• Morfología: [voc. ἀνανεωτά CGIH 2a (VI d.C.)]
restaurador, reconstructor τῆς πόλεως CGIH l.c., cf. MAMA 8.504 (Afrodisias), IEphesos 2045, Hell.l.c., SEG 29.1070 (Afrodisias VI d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανεωτής: ὁ, ὁ ἀνακαινιστής, ὁ ἀνανεῶν, ὁ ἀναζωπυρῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 2804.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνανεωτής)
αυτός που επιφέρει ανανέωση, ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνανεοῦμαι.
ΠΑΡ. ανανεωτικός].