αναντίλεκτος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
Greek Monolingual
-ο (Α ἀναντίλεκτος, -ον) ἀντιλέγω
αυτός που δεν επιδέχεται αντιλογία, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος.