αναπαραδιά

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + παράδες, πληθ. του παράς].