αναπετάσω
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Greek Monolingual
αναπετάννυμι, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. του ἀναπετάννυμι.
ΠΑΡ. αναπέταση].