αναπετάσω

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

αναπετάννυμι, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. του ἀναπετάννυμι.
ΠΑΡ. αναπέταση].