αναπέταση

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

η
διάπλατο άνοιγμα, άπλωμα, ξεδίπλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπετάσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς].