Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
-ή, -ό (Α ἀνασταλτικός, -ή, -όν) αναστέλλωο ικανός να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά(για τμήμα μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την αναστολή της κίνησης της λειτουργίας.