ανασταλτικός

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασταλτικός, -ή, -όν) αναστέλλω
ο ικανός να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά
(για τμήμα μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την αναστολή της κίνησης της λειτουργίας.