Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἀνδριστί επίρρ. (Α)με τρόπο που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπώς.