αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
1. ενεργ. καίω τον αέρα, ματαιοπονώ
2. (μέσ., ανεμοκαίγομαι)
καίγομαι απο φλογερό άνεμο, από τον λίβα (για σπαρτά).