ανεμοκοίτης

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἀνεμοκοίτης, ο (Μ)
ο μάγος που καταπαύει, κατακοιμίζει τους ανέμους.