ανεπίτευκτος
From LSJ
ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπίτευκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος
αρχ.-μσν.
ο ανεπιτυχής.