ἀνεπίτευκτος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
not hitting the mark, vain, Sch.E.Ph.1387: c. gen., ἀ. ἀγαθῶν βίος Vett.Val.173.14, cf. Ptol.Tetr.157. Adv. ἀνεπιτεύκτως = unsuccessfully Heph.Astr.3.20.
Spanish (DGE)
-ον
1 fracasado, fallido Sch.E.Ph.1382, ἀνεπίτευκτοι καὶ ἀτιμώρητοι Ptol.Tetr.3.14.7
•c. gen. βίον ... ἀνεπίτευκτον ἀγαθῶν Vett.Val.173.14.
2 adv. ἀνεπιτεύκτως = sin éxito ἀ. ἔχει Heph.Astr.3.20.2.
German (Pape)
[Seite 225] nicht treffend, nicht erlangend, Schol. paraphr. Eur. Phoen. 1391.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίτευκτος: ὁ μὴ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, ἀνεπιτυχής, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1387. - Ἐπίρρ. -κτως Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 116. 20, ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπίτευκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος
αρχ.-μσν.
ο ανεπιτυχής.