ανερυθρίαστος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερυθρίαστος, -ον) ερυθριώ
αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος.