ἀνερυθρίαστος
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ἀνερυθρίαστον, unblushing, Ph.2.664.
Spanish (DGE)
-ον
1 desvergonzado Origenes Hom.6.3 in Ier.
•subst. τὸ ἀ. la desvergüenza Ph.2.664.
2 adv. -ως sin sonrojarse Io.Iei.Poenit.M.88.1909B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερυθρίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐρυθριῶν, Φίλων 2. 664. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ., κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερυθρίαστος, -ον) ερυθριώ
αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος.