ερυθριώ

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

(AM ἐρυθριῶ, -άω) ερυθρός
κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος (κυρίως από ντροπή) («τότε καὶ εἶδον ἐγώ... Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα», Πλάτ.).