Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(Α ἀνθολογῶ, -έω)
νεοελλ.
διαλέγω τα καλύτερα κομμάτια, συμπεριλαμβάνω σε ανθολογία, καταρτίζω ανθολογία
αρχ.
1. μαζεύω λουλούδια
2. ανθολογούμαι
(για τις μέλισσες) συλλέγω το μέλι από τα λουλούδια.