ανθολογώ

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

(Α ἀνθολογῶ, -έω)
νεοελλ.
διαλέγω τα καλύτερα κομμάτια, συμπεριλαμβάνω σε ανθολογία, καταρτίζω ανθολογία
αρχ.
1. μαζεύω λουλούδια
2. ανθολογούμαι
(για τις μέλισσες) συλλέγω το μέλι από τα λουλούδια.