ανθρωποπαθής

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

ἀνθρωποπαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει αισθήματα ή πάθη ανθρώπου.