ανθρωποπαθής

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωποπαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει αισθήματα ή πάθη ανθρώπου.