ἀνθρωποπαθής
English (LSJ)
ἀνθρωποπαθές, with human fcelings, ib.182, al. Adv. ἀνθρωποπαθῶς, λέγεσθαι, of the gods, Hermog. Id.2.10.
Spanish (DGE)
-ές
I 1que tiene sentimientos humanitarios Ph.1.182, Clem.Al.Prot.2.36, Origenes Cels.4.71.
2 envuelto en sufrimientos humanos de la estancia de Cristo en la tierra, Origenes Cels.1.56.
3 neutr. subst. τὸ ἀ. sentimiento humano Epiph.Const.Haer.69.63
•plu. τὰ ἀ. Eus.DE 10.proem.
II adv. -ῶς con sentimientos humanos λέγεσθαι de los dioses, Hermog.Id.2.10 (p.391), ὅταν λέγωνται μέλη ἢ μέρη, ἀ. ... λέγονται, θεοπρεπῶς ... νοοῦνται Ath.Al.M.28.1125C, cf. Hermog.Id.1.6 (p.243), Χριστὸς ... πολλάκις ἀ. φθέγγεται Epiph.Const.Haer.65.7.
German (Pape)
[Seite 234] ές, mit menschlichen Leidenschaften, wie ein Mensch empfindend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποπᾰθής: -ές, ὁ ἔχων ἀνθρώπου πάθη ἢ αἰσθήματα, Κλήμ. Ἀλ. 719. ― Ἐπίρρ. -θῶς, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι τόμ. 3. 376, ἔκδ. Walz, καὶ Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀνθρωποπαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει αισθήματα ή πάθη ανθρώπου.