ανταγωνιστής
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
ο (θηλ. ανταγωνίστρια, η) (Α ἀνταγωνιστής)
αυτός που ανταγωνίζεται κάποιον
αρχ.
1. ενάντιος, αντίθετος, αντιμαχόμενος
2. ο αντεραστής.