αντεκκόπτω

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source

Greek Monolingual

ἀντεκκόπτω (Α)
«ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» — βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο.