αντιπρόταση

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀντιπρότασις)
πρόταση που αναιρεί ή τροποποιεί άλλη προηγούμενη.