Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απευκταίος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀπευκταῖος, -α, -ον) απεύχομαι
αυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)
1. το δυστύχημα
2. ο θάνατος.