ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-α, -ο (AM ἀπευκταῖος, -α, -ον) απεύχομαιαυτός που ο καθένας απεύχεται, δεν θέλει να γίνει, ανεπιθύμητοςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το απευκταίο(ν)1. το δυστύχημα2. ο θάνατος.