απεύχομαι

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

Greek Monolingual

(AM ἀπεύχομαι)
εύχομαι ή προσεύχομαι να μη γίνει κάτι
αρχ.
1. απορρίπτω, περιφρονώ
2. αποτρέπω με τις προσευχές μου.