απηλιωτικός

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

ἀπηλιωτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προέρχεται από το μέρος του απηλιώτη, από την ανατολή.