απηλιωτικός

From LSJ

οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχονἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way

Source

Greek Monolingual

ἀπηλιωτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προέρχεται από το μέρος του απηλιώτη, από την ανατολή.